πύργος

πύργος
πύργος, ,
A tower, esp. such as were attached to the walls of a city, Il.7.219, al., Hes.Sc.242, Hdt.3.74, al., Th.2.17, al., Plb.5.99.9, etc.: in pl., city walls or ramparts with their towers, Il.7.338, 437; in sg.,

ἧντ' ἐπὶ πύργῳ 3.153

, cf. 22.447;

πόλιος ἣν πέρι πύργος ὑψηλός Od.6.262

;

πέριξ δὲ πύργος εἶχ' ἔτι πτόλιν E.Hec.1209

;

πύργους ἐπὶ τῶν γεφυρῶν ἐπιστῆσαι Pl.Criti.116a

.
b movable tower for storming towns, X.Cyr.6.1.53, 6.2.18;

π. ὑπότροχοι Onos. 42.3

.
c tower on the back of war-elephants, Arr.Tact.2.4.
d Ζανὸς π., Pythag. name for the central fire of the universe, Arist. Fr.204.
2 metaph., tower of defence, τοῖος . . σφιν π. ἀπώλεο, of Ajax, Od.11.556;

ἄνδρες πόλιος π. ἀρεύϊος Alc.Supp.1a

.10;

παῖς ἄρσην πατέρ' ἔχει π. μέγαν E.Alc.311

, cf. Med.390;

ἅπας μοι π. Ἑλλήνων πατρίς Trag.Adesp.392

; θανάτων δ' ἐμᾷ χώρᾳ π. ἀνέστα a tower of defence from deaths, S.OT1201 (lyr.).
3 the part of a house (prob. a separate building) in which the women lived and worked,

αἱ ἄλλαι θεράπαιναι ἐν τῷ π. ἦσαν, οὗπερ διαιτῶνται D.47.56

; esp. if unmarried, as Hero in her tower, Musae.32,187, cf. Philostr.Jun.Im.1; of the workman's hut of Timon the misanthrope (which also became his tomb, cf. Luc.Tim.42), Paus.1.30.4, cf. AP 7.402 (Antip.); outbuildings, esp. if used in industry, LXX Is.5.2, Mi.4.8, PStrassb.110.6 (iii B.C.), BGU1194.9 (ii B.C.), 650.8 (i A.D.), POxy.243.15 (i A.D.), Ev.Marc.12.1, Ev.Luc.14.28, PGiss.67.16 (ii A.D.), IG22.2776.65 (ii A.D.);

π. ἐν ᾧ βαφεῖον καὶ ἕτερα χρηστήρια PLond.2.371.3

(i A.D.).
II part of an army drawn up in close order, column, Il.4.334,347.
2 at Teos, a division of the people, CIG3064,3081, al.
III dice-box, AP9.482.24 (Agath.); cf. Lat. pyrgus.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Πύργος — tower masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύργος — tower masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… …   Dictionary of Greek

  • Πύργος — Sp Pirgas Ap Πύργος/Pyrgos L Elidės nomo c., PV Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • πύργος — ο 1. ψηλό οικοδόμημα, προορισμένο για άμυνα πόλης ή φρουρίου: Οι πύργοι των κάστρων. 2. πυργωτή κατοικία φεουδάρχη κατά το μεσαίωνα, αλλ. καστέλι. 3. κτίριο που ξεπερνά στο ύψος τα άλλα οικοδομήματα. 4. στο σκάκι, ένα από τα πιόνια που έχει το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πύργος Διρού — Οικισμός (υψόμ. 200 μ.). Έδρα του ομώνυμου δήμου ης πρώην επαρχίας Οιτύλου του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • Πύργος Ιθώμης — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 150 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.) …   Dictionary of Greek

  • Πύργος Κιερίου — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (13 τ. χλμ.) …   Dictionary of Greek

  • Πύργος, Νικόλαος — Ο πρώτος χρονολογικά Έλληνας οπλοδιδάσκαλος. Δίδαξε στη Σχολή Ευελπίδων, καθώς και στη σχολή των υπαξιωματικών. Έγραψε: Ανόργανος παιδαγωγική γυμναστική, Ημιοργανική παιδαγωγική γυμναστική και Οπλομαχητική. Οι τεχνικοί όροι που χρησιμοποίησε στο… …   Dictionary of Greek

  • Φοντενεμπλό, πύργος του- — Η καταγωγή του πύργου εκείνου που χαρακτηρίστηκε αληθινή βασιλική κατοικία (Ναπολέων) και η ετυμολογία της ονομασίας (μεσαιωνικό λατινικό Fons bleaudi, Fons bellae acquae) είναι ακόμα άγνωστες. Το αρχαιότερο χτίσμα που σώζεται ακόμα σήμερα, ένας… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Λαϊκή Τέχνης – Πύργος Δροσίνη (Γουβών Εύβοιας) — Το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης στεγάζεται σ’ έναν εντυπωσιακό πέτρινο πύργο, ο οποίος χτίστηκε στις αρχές του 19ου αι. από τον Ιβραήμ Αγά και περιήλθε στην ιδιοκτησία του παππού του ποιητή Γεωργίου Δροσίνη. Σήμερα, μετά το χαρακτηρισμό του κτιρίου ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”